σούλφωση

σούλφωση
η, Ν
χημ. διεργασία κατά την οποία παράγονται άλατα ή εστέρες τού θειικού οξέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θειοφαίνιο — Ετεροκυκλική ένωση με τύπο C4H4S. Είναι άχρωμο υγρό, με οσμή βενζολίου, σημείο τήξης –38,30°C, θερμοκρασίας βρασμού 84,1°C, δυσδιάλυτο στο νερό και ευδιάλυτο σε οργανικούς διαλύτες. Το θ. συνοδεύει το βενζόλιο στο προϊόν που λαμβάνεται από την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”